στραβοκάνης

στραβοκάνης
-α, -ικο, Ν
αυτός που έχει στραβά κανιά, στραβά σκέλη, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)-* + -κάνης (< κανιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στραβοκάνης, -α, -ικο — στραβοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαγιόσκελος — ον, Μ στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + σκέλος] …   Dictionary of Greek

  • ραιβοσκελής — ές / ῥαιβοσκελής, ές, ΝΜΑ αυτός που έχει τα σκέλη του ραιβά, στραβοπόδης, στραβοκάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, στραβός» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής] …   Dictionary of Greek

  • στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”